- ἐμπλάσασα
- ἐμπλάσᾱσα , ἐμπλάσσωplaster upaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)ἐμπλάσᾱσα , ἐμπλάζωdrive about inaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαζίον — μαζίον, τὸ (AM, Μ και μαζίν) [μάζα] μικρή μάζα, μικρός σβώλος («σικύου ἀγρίου τὸν ὀπὸν ὡς μαζίον ἐμπλάσασα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek